υπόβλημα

υπόβλημα
-ήματος, τὸ, Μ [ὑποβάλλω]
καθετί που τοποθετείται αποκάτω, στρώμα, υπόστρωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποβλήμασι — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήμασιν — ὑπόβλημα anything put under neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποβλήματα — ὑπόβλημα anything put under neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”